- γκρεμοτοπιά
- η обрыв, стремнина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκρεμότοπος — ο και γκρεμοτόπι, το και γκρεμοτοπιά, η απόκρημνος τόπος, περιοχή με γκρεμούς … Dictionary of Greek